μονολήμματος

μονολήμματος
μονολήμματος
with but one premiss
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μονολήμματος — μονολήμματος, ον (Α) (για συλλογισμό) αυτός που αποτελείται από μία μόνο πρόταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + λῆμμα, ατος (πρβλ. πολυ λήμματος)] …   Dictionary of Greek

  • μονολημμάτους — μονολήμματος with but one premiss masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονολημμάτων — μονολήμματος with but one premiss masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονολήμματοι — μονολήμματος with but one premiss masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”